- τέτροδος
- η, Ν(ηλεκτρον.) ηλεκτρονική λυχνία κενού με τέσσερα ηλεκτρόδια, η οποία, εκτός από την άνοδο, την κάθοδο και το πλέγμα ελέγχου, φέρει και ένα ακόμη πλέγμα, το προστατευτικό πλέγμα, που τοποθετείται μεταξύ τού πλέγματος ελέγχου και τής ανόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrode < tetr(a)- (< τετρ[α]-*) + -ode (< οδός)].
Dictionary of Greek. 2013.